- ἀνισοσκελές
- ἀνισοσκελήςwith uneven legsmasc/fem voc sgἀνισοσκελήςwith uneven legsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανισοσκελής — (ούς,) ές (Α ἀνισοσκελής) αυτός που έχει άνισα σκέλη νεοελλ. φρ. 1. «ανισοσκελές τρίγωνο» τρίγωνο του οποίου οι δύο μεγαλύτερες πλευρές έχουν άνισο μήκος 2. «ανισοσκελής προϋπολογισμός» εκείνος ο οποίος δεν έχει ισοσκελισμένα έσοδα και έξοδα … Dictionary of Greek